Categories

Η Σελίδα σας (Αύγουστος 2021)

Posted by at 9 August, at 12 : 21 PM Print

ΓΙΕ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΑΣ; ΜΑΝΑ, ΘΑ ΠΑΩ ΣΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ

EVNIA, δεκαετία του ‘70, Αγγελικούσης. Τα παιδιά σου τα είδα αριστερά και δεξιά, πάνω στο νερό και την σκουριά, ένα από αυτά κατηφόριζε στα δέκα εφτά, αλλού πατέρας αλλού μαμά. San Antonio, απ’ την Χιλή. Σου είπα την ιστορία μου κανονικά, και έπεσα πάνω σε γραφιά, πλώρη θα πάρει θα με γυρίσει, στα αφορισμένα εφηβικά, αλλού να παίζουν τα παιδιά, και ο καπετάνιος να μου φωνάζει “παιδί, ετοίμασε χαρτιά” και κατά λέξει λατινικά “Prepara Tu Pasaporte”. Και έπλενε πιάτα το παιδί και το καράβι λευκή γραμμή με μια σημαία ελληνική, και απ’ την Χιλή στην Αφρική, Ιαπωνία και Αμερική. Πέντε χρόνια, κόσμου σπουδή, και ύστερα κάτω στην μηχανή, πιάσε βρε Φώτη, έλα παιδί, σε εσένα μιλάω απ την Χιλή. “Μucho trabajo, poco dinero”, πολύ δουλειά, λίγα λεφτά, ουίσκι, τσιγάρα και λαϊκά, με καπετάνιο Χιώτη, όμως κανονικά. Καπετάν Μιχάλης. Και έτσι μια μέρα, μια μηχανή, άδειασε πάνω στο χαρτί, τέσσερα νεαρά παιδιά, στα αριστερά Γιώργος, μετά, Fernando ο Χιλιανός, μετά ο δίπλα Ταλιμπάν και ο άλλος απ΄το Πακιστάν… και ύστερα έπιασε στεριά, ο δεύτερος αριστερά. Αμερική το ‘77. Φωτογραφία επάνω.

“ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΟΝΟ”

Ξάπλωσε. Δίπλα μου… το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου, γυρόφερνε εκτελεστικά την μεγαλύτερη επιθυμία… να ταΐσουμε την ανά γκη μας, να αγαπήσουμε. Κλειστήκαμε μέσα μόνο. Στα σκοτάδια, που από την μία τα περιμέναμε σαν σατανάδες και από την άλλη μας έπαιρναν το φώς. Και όταν σε έβρισκα, έξω, ήσουν τόσο μακρινός, που σε πέρασα για άλλον. Αλήθεια, ήσουν εσύ, ο ίδιος εχθές στο πλάϊ μου, γερμένος στην ψυχή μου, να σκάβεις και να βρίσκεις, κι άλλο, κι άλλο μέρος εκεί μέσα. Σαν να ήσουν από χρόνια κρυμμένος στα σωθικά μου. Ήσουν εσύ, ο ίδιος που έριχνε την αν ά σ α του στο λαιμό μου και σχεδόν μου τον έπαιρνες, στον χάριζα, ψοφούσα. Εκεί στο φώς, ένας άλλος, ξένος… άγνωστος, που πολύ κρίμα και εκείνος μου άρεσε. Αλλά λυπάμαι δεν μπορώ να προσποιούμαι πραγματικότητα. Ψέματα… μια νύχτα, λίγες μέρες μετά, απο λογήθηκες, είχες τις πιο θλιβερές αλήθειες να μου πεις, χειρότερες και από ψέματα… και δεν τα πήγαινα όπως πάντα, ποτέ καλά με την πραγματικότητα. “Αλήθειες”, από αυτές που δεν θα έφερναν αλλαγές, δεν θα έκαναν τίποτα, εκεί που ίδιος άνθρωπος φεύγει πρώτος και μετά τα πάθη του. Διαφωτίζομαι, και όμως πιο σκοτεινή τούτη η θλίψη δεν είχε από που να πιαστεί, κατέρρεε, ελεύθερη πτώση, το στόμα σου με έσπρωξε και συ κρατούσες τα μαύρα μου μαλλιά δήθεν πως θα σωνόμουν από το χαμό. Βυθός. Εντάξει, κάποια μέρα, θα τον σκάψω κι αυτόν και όταν θα βγω, σύντομα ίσως, θα έχω αλλάξει πρόσωπο και δεν θα δεις ποτέ το ίδιο, ‘κείνο που έβρισκες τον εαυτό σου κάπου. Δράμα. Ευκαιρία ζητούσα. Πάνω σε τούτη την πληκτική πλώρη, τι άλλο να έκανα, εμπνεόμουν. Ώσπου να δούμε και πάλι ξηρά, σου έδινα ακόμη λίγο χρόνο. Παραμυθιαζόμουν. Εσύ;

Victoria. T

H Σελιδα σας

Related Posts

Comments are closed.