Categories

Πώς οι Ελληνοαμερικανοί βοήθησαν την Γερμανοκρατούμενη Ελλάδα

Posted by at 3 August, at 17 : 09 PM Print

Η υπέροχη ιστορία της κινητοποίησης της ομογένειας που έσωσε χιλιάδες από πείνα και ασθένειες

■ Του καθηγητή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Κ. ΚΥΡΟΥ

 

Μετά την κατάληψη της Ελλάδος απο τους Γερμανούς και πολύ πριν την είσοδο της Αμερικής στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε πείνα και χιλιάδες πέθαναν κυρίως στην Αθήνα. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για τους Ελληνοαμερικανούς να κινητοποιηθούν σε μια άνευ προηγουμένου πατριωτική προσπάθεια με την οργάνωση Greek War Relief για την αποστολή τροφίμων και φαρμάκων στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ο αναγνώστης θα πληροφορηθεί την ιστορία μιας υπέροχης εκστρατείας που έγραψε ο καθηγητής Αλέξανδρος Κ. Κύρου, με τον τίτλο «Operation Blocade: Greek-American Humanitarianism During World War II». Το βαρυσήμαντο αυτό ντοκουμέντο περιλαμβάνεται σε μετάφραση στο βιβλίο «Greek Pivotal Role in World War II and its Importance to the U.S. Today», έκδοση του American Hellenic Institute με πρόλογο του Βρετανού στρατηγού Andrew J. Godpaster. Σε προσεχή έκδοση θα δημοσιεύσουμε το κείμενο στα αγγλικά.

 

Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας στην τραγωδία που βίωνε η εμπόλεμη Ελλάδα κατά την δεκαετία του 1940 αντανακλά το διαχρονικό και ισχυρό ενδιαφέρον της ελληνικής διασποράς για την πρόνοια και τις δοκιμασίες του ελληνικού λαού. Το έντονο ενδιαφέρον το οποίο έδειξε η ομογένεια της Αμερικής για την κρίση που ενέσκηψε στην μητέρα πατρίδα δεν διέφερε τόσο σημαντικά από τα ανάλογα συναισθήματα που έδειξαν και άλλες εθνοτικές ομάδες που ζούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως στον βαθμό που οι πρώτοι μετέτρεψαν το ενδιαφέρον τους σε δημόσιες κινητοποιήσεις, επιτυχείς παρεμβάσεις και άσκηση πολιτικής πίεσης θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι υπήρξαν ασυναγώνιστοι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, αυτή η εν πολλοίς παραθεωρημένη πτυχή της πολεμικής ιστορίας έχει πολλά να διδάξει στους σημερινούς πολιτικούς παράγοντες και διαμορφωτές που ενδιαφέρονται για τον σχεδιασμό και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η ιστορία της ανθρωπιστικής παρέμβασης της ομογένειας της Αμερικής μας προσφέρει ένα παράδειγμα συνεργασίας μεταξύ ενός μη κυβερνητικού παράγοντα (η «Ένωση για την Βοήθεια στην Εμπόλεμη Ελλάδα»), ενός διεθνούς οργανισμού (ο «Διεθνής Ερυθρός Σταυρός») και εθνοκρατικούς παράγοντες (οι Σύμμαχοι, ο Άξονας και οι ουδέτερες χώρες). Επιπλέον, το καθοριστικό αποτέλεσμα της ομογενειακής εκστρατείας για παροχή βοήθειας δηλώνει την σημασία που έχουν οι κοινότητες της διασποράς στην επιρροή των στρατηγικών σχεδίων των Μεγάλων Δυνάμεων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η υποστήριξη της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας εθεωρείτο αντίθετη με την λεγόμενη ρεαλπολιτίκ. Η μελέτη αυτή θα ερευνήσει τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι ομογενείς να παρέμβουν στο διεθνές περίγυρο ως μη πολιτικοί παράγοντες υπέρ των ανθρωπιστικών αναγκών του ελληνικού λαού κατά την περίοδο της κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα. Η μελέτη θα ολοκληρωθεί με κάποιες συνοπτικές παρατηρήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της ΕΒΕΕ επάνω σε ευρύτερα σχήματα ανθρωπιστικής βοήθειας και αποκατάστασης στην μεταπολεμική Ευρώπη.

Ανήμερα της ανεπιτυχούς επίθεσης που εξαπέλυσε ο Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδας την 28η Οκτωβρίου 1940, ο ελληνικός τύπος στις ΗΠΑ κάλεσε τους ομογενείς να κινητοποιηθούν για την στήριξη της πατρίδας. Με ταχύτατη ανταπόκριση, ελληνικές κοινότητες ανά την Αμερική πραγματοποίησαν συσκέψεις για να οργανώσουν κατά τόπους προσπάθειες για την συγκέντρωση βοήθειας υπέρ της Ελλάδας. Γρήγορα, όμως, κατέστη εμφανές ότι θα απαιτείτο μια παναμερικανική οργανωτική δομή για τον συντονισμό της όποιας μεγάλης εκστρατείας αρωγής. Συνεπώς, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα, προκαθημένου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής, εκατοντάδες αντιπρόσωποι ελληνικών κοινοτήτων και συλλόγων συνήλθαν στην Νέα Υόρκη στις 7 Νοεμβρίου. Ακολουθώντας τις προτάσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα, οι αντιπρόσωποι συμφώνησαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους κάτω από μία πανομογενειακή και παναμερικανική οργάνωση που έγινε γνωστή ως η «Ένωση για την Βοήθεια στην Εμπόλεμη Ελλάδα» (Greek War Relief Association). Θέτοντας την βάση για την εκτελεστική διοίκηση της νέας αυτής οργάνωσης, οι σύνεδροι εξέλεξαν τον επιφανή επιχειρηματία και ηγέτη Σπύρο Σκούρα ως επικεφαλής του παναμερικανικού αυτού αγώνα και αποφάσισαν να ακολουθήσαν την πολιτική της κομματικής ουδετερότητας.

 

Δύο μέρες μετά την συνεδρίαση στην Νέα Υόρκη, η νεωστί ιδρυθείσα ΕΒΕΕ έλαβε και επίσημα άδεια από το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών να συγκεντρώνει χρήματα για την παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα. Αμέσως, η παναμερικανικής κλίμακας υποδομή και τα δίκτυα επικοινωνιών που σχεδιάστηκαν νωρίτερα από την Ιερά Αρχιεπισκοπή, μεγάλες οργανώσεις όπως η ΑΧΕΠΑ και η ΓΚΑΠΑ, καθώς και άλλα σωματεία κινητοποιήθηκαν για να συνδράμουν στον αγώνα της ΕΒΕΕ. Αποσκοπώντας στην μέγιστη δυνατή προβολή του έργου της, η ΕΒΕΕ συμπεριέλαβε πολλούς διάσημους Αμερικανούς, πολλών και διαφόρων εθνικών καταγωγών, στους κόλπους της και στις εκστρατείες συλλογής χρημάτων που πραγματοποιούσε. Οι ομογενείς ηγέτες της οργάνωσης κατέληξαν στην απόφαση να προσελκύσουν προσωπικότητες πέραν του ομογενειακού χώρου, οι οποίοι τύγχαναν σεβασμού και υπόληψης, και να εντάξουν τα άτομα αυτά στην οργάνωση για να μεγιστοποιήσουν την δημόσια προβολή και στήριξη που θα έχαιρε. Το μέτρο αυτό υπήρξε αποτελεσματικό, φέρνοντας αξιόλογους φιλάνθρωπους, ακαδημαϊκούς, και γνωστούς καλλιτέχνες στην ΕΒΕΕ, με τους ως άνω διάσημους να χρησιμοποιούν την αναγνωσιμότητα και επιρροή τους υπέρ της ευοδώσεως του αγώνα της οργάνωσης, προσδίδοντας έτσι στην εκστρατεία ένα γενικότερο παναμερικανικό, και όχι απλώς αποκλειστικά ομογενειακό, κύρος και ενδιαφέρον.

Παράλληλα με την διοικητική της ανάπτυξη, η λαϊκή στήριξη προς την ΕΒΕΕ απέκτησε ισχυρό ρεύμα πολύ γρήγορα μέσα στις ελληνικές παροικίες ανά την Αμερική. Ενδεικτικό του βεληνεκούς και της δύναμης με την οποία κινητοποιήθηκε η ομογένεια είναι το γεγονός ότι μέχρι τις 15 Νοεμβρίου πάνω από 350 ελληνορθόδοξες κοινότητες, μαζί με 2.000 και πλέον σωματεία εντάχθηκαν στην ΕΒΕΕ. Λίγους μήνες μετά από την ίδρυσή της, η ΕΒΕΕ μετρούσε περί τις 964 τοπικές οργανώσεις υπό την αιγίδα της. Το κυριότερο όμως είναι ότι στο πεντάμηνο μεταξύ της επίθεσης των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας και της Γερμανικής εισβολής τον Απρίλιο του 1941, η ΕΒΕΕ πρόλαβε να στείλει ζωτικής σημασίας βοήθεια στην Αθήνα. Μέχρι τα μέσα του Νοεμβρίου, η εκτελεστική επιτροπή της ΕΒΕΕ, που έδρευε στην Νέα Υόρκη, κατόρθωσε να συστήσει μια κεντρική επιτροπή στην Αθήνα, η οποία ηγείτο, εν μέρει, από τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα κ. Λίνκολν Μακβέι, για να προσφέρει υπηρεσίες και να διανείμει ανθρωπιστική βοήθεια στον ελληνικό λαό. Πριν από την γερμανική κατοχή, η ΕΒΕΕ έστειλε με τραπεζικό έμβασμα περί τα $3,8 εκατομμύρια στους αντιπροσώπους της στην Ελλάδα. Τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στην παροχή πολυσχιδούς φιλανθρωπικής βοήθειας που διανεμήθηκε στον λαό με πολύ προσοχή. Η κεντρική επιτροπή της ΕΒΕΕ συνέχισε την διανομή βοήθειας μέχρι την τελευταία στιγμή προτού καταλάβουν οι κατοχικές δυνάμεις την Αθήνα.

Κόντρα στην γενική παγκόσμια εκτίμηση που προέβλεπε μια εύκολη και γρήγορη ιταλική νίκη, οι αριθμητικά λιγότεροι Έλληνες, με σαφώς φτωχότερο εξοπλισμό, απέκρουσαν την ιταλική εισβολή μέχρι τα μέση του Νοεμβρίου του 1940. Τον ίδιο ακριβώς μήνα, ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε επιτυχή αντεπίθεση, σπρώχνοντας τους Ιταλούς, που ήδη υποχωρούσαν, στο βάθος της Αλβανίας. Υποχρεωμένος εξαιτίας της ταπεινωτικής αυτής ανατροπής των στρατιωτικών δεδομένων να σώσει τον Μουσολίνι από το φιάσκο που συντελείτο στα Βαλκάνια και συνεχώς χειροτέρευε, ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ελλάδα και την Γιουγκοσλαβία στις 6 Απριλίου 1941. Αφού τελικά κατεβλήθη από την αριθμητική υπεροχή και ταχεία κίνηση των ενωμένων δυνάμεων του Άξονα, η Ελλάδα κυριεύθηκε και τέλεσε υπό την κατοχή των γερμανικών, ιταλικών και βουλγαρικών δυνάμεων. Αντιδρώντας, η Βρετανία απέκλεισε όλους τους διαδρόμους ναυσιπλοΐας προς την Ελλάδα. Ο αποκλεισμός αυτός στόχευε να στερήσει από τον Άξονα τους όποιους διαύλους ανεφοδιασμού και μετακίνησης. Όμως, σύντομα η επιβολή του βύθισε την χώρα στην πείνα.

Η Ελλάδα ήταν καθαρός εισαγωγέας σιταριού και εξαρτάτο από τις διεθνείς αγορές για να καλύψει πάνω από το ένα τρίτο των επισιτιστικών αναγκών του λαού της. Συγκεκριμένα, με ετήσια προπολεμική παραγωγή περίπου 700.000 τόνων σιταριού και επίπεδα κατανάλωσης σιταριού που ανήρχοντο στους 1.200.000 τόνους, η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να εισαγάγει ετησίως περίπου 500.000 τόνους σιταριού. Η κατοχή από της δυνάμεις του Άξονα και ο ναυτικός αποκλεισμός που ακολούθησε από την Βρετανία δεν επέτρεψαν την εξασφάλιση των τροφίμων που ήταν απαραίτητα για την επιβίωση του ελληνικού λαού μέσω των κανονικών διαύλων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω της ισχνής συγκομιδής σιταριού το 1941, που απέφερε περίπου 200.000 τόνους λιγότερους από τα κανονικά προπολεμικά επίπεδα. Η απαλλοτρίωση των τροφίμων από τις δυνάμεις του Άξονα όξυνε την κατάσταση ακόμη περισσότερο και το μοίρασμα της χώρας σε βουλγαρικές, γερμανικές και ιταλικές ζώνες κατοχής διετάραξε τα συστήματα εφοδιασμού και διανομής που ίσχυαν προπολεμικά. Τέλος, η εισροή προσφύγων σε αστικά κέντρα, ειδικά την περιοχή των Αθηνών και του Πειραιά, οδήγησε τους ήδη σοβαρά μειωμένους πόρους σε οριακό σημείο.

Τα πρώτα δημοσιεύματα για την λιμοκτονία άρχισαν να εμφανίζονται στον ομογενειακό τύπο στις αρχές του Ιουλίου. Αντί να πτοήσει τους ομογενείς από την συνέχιση της πρωτοβουλίας τους υπέρ της Ελλάδας, το εμπόδιο της κατοχής κατέστη την ανάγκη παροχής άμεσης ανθρωπιστικής βοήθειας προς τον ελληνικό λαό ακόμη πιο αδήριτη. Με λίγα λόγια, η σοβαρή αποσύνθεση της κατάστασης στην Ελλάδα ενέπνευσε τους ομογενείς να εξαντλήσουν όλα τα μέσα στην διάθεσή τους ώστε να εκπληρώσουν τους σταθερούς και τώρα ακόμη πιο διευρυμένους στόχους τους για παροχή βοήθειας.

 

Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και μετέπειτα Πατριάρχης, Αθηναγόρας, με τον διατελέσαντα πρόεδρο της Αμερικής Herbert Hoover.

Ο ελληνόγλωσσος τύπος ηγήθηκε της συζήτησης στους κόλπους της ομογένειας σχετικά με την επιδεινούμενη κρίση στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ο τύπος παρουσίασε εξαιρετική δραστηριότητα στην προβολή του επιχειρήματος ότι ο ναυτικός αποκλεισμός εκ μέρους των Βρετανών έπρεπε και μπορούσε να τροποποιηθεί ώστε να επιτραπεί η μεταφορά και διανομή τροφίμων στον δυστυχή ελληνικό λαό. Η κυρίαρχη μορφή στις επάλξεις της δημοσιογραφίας ήταν ο Βασίλειος Βλαβιανός, εκδότης και συντάκτης της σημαίνουσας, φιλελεύθερης ελληνόφωνης ημερήσιας εφημερίδας της Νέας Υόρκης, «Εθνικός Κήρυξ». Μέσα από σειρά φλογερών δημοσίων εμφανίσεων, μαζί με αναρίθμητα κύρια άρθρα, ο Βλαβιανός ζητούσε την τροποποίηση του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού εναντίον της κατεχόμενης Ελλάδας. Αντανακλώντας το σκεπτικό της μεγάλης πλειοψηφίας των ομογενών, ο Βλαβιανός επέμενε ότι η σοβαρή έλλειψη τροφίμων στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την ισχυρή αντίσταση που πρόβαλε κατά των δυνάμεων του Άξονα, απαιτούσε από το στρατηγικό επιτελείο των Συμμάχων να βρει κάποιον τρόπο να ξανανοίξει τους ζωτικής σημασίας ναυτικούς διαδρόμους προς την Ελλάδα. Ο Βλαβιανός παρακάλεσε την Βρετανία όχι μόνο να αλλάξει την πολιτική του ολοκληρωτικού αποκλεισμού που εφάρμοζε, αλλά επίσης, να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια στην διανομή τροφίμων και άλλου είδους ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ελλάδα.

Με την παρότρυνση του Βλαβιανού και άλλων ηγετικών προσωπικοτήτων της παροικίας, οι ομογενείς ανά την Αμερική ανέλαβαν μια πρωτοφανής λαϊκή εκστρατεία άσκησης πολιτικής πίεσης. Μέσα από μαζική αποστολή τηλεγραφημάτων και επιστολών στους αιρετούς αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον, η ομογένεια αγωνίστηκε να επηρεάσει την αμερικανική κυβέρνηση να πιέσει την Βρετανία να αλλάξει την πολιτική του ναυτικού αποκλεισμού που εφάρμοζε εναντίον της κατεχόμενης Ελλάδας. Εργαζόμενος προς την κατεύθυνση αυτή και έχοντας καταστρώσει ένα σχέδιο αρωγής με την βοήθεια του εκτελεστικού διευθυντή του Ερυθρού Σταυρού Νόρμαν Ντέιβις, ο Σπύρος Σκούρας συναντήθηκε με αντιπροσώπους του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών στις 21 Αυγούστου 1941. Με την υποστήριξη του Ντέιβις και του πρέσβη Μακβέη, ο Σκούρας υπέβαλλε σχέδιο και αίτημα προς το τμήμα των υποθέσεων εγγύς ανατολής του υπουργείου εξωτερικών ζητώντας την δοκιμαστική αποστολή ενός φορτίου σιταριού στην Ελλάδα. Ο Σκούρος πρότεινε να ναυλώσει η ΕΒΕΕ κάποιο πλοίο από ουδέτερο κράτος, να το φορτώσει με σιτάρι στις Ηνωμένες Πολιτείες ή κάποια άλλη χώρα που θα δεχόταν να βοηθήσει και να αποπλεύσει για την Ελλάδα. Για να εξασφαλίσει ότι το φορτίο θα διανεμηθεί σωστά, η ΕΒΕΕ πρότεινε να στείλει μια αντιπροσωπευτική εποπτική ομάδα να συνοδεύσει τα αγαθά. Αν η προτεινόμενη πιλοτική αποστολή παρουσίαζε ικανοποιητικό αποτέλεσμα, η ΕΒΕΕ θα προχωρούσε και με άλλες αποστολές. Επίσης, το σχέδιο του Σκούρα προέβλεπε την βοήθεια του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών για την εξασφάλιση της συναίνεσης των διαφόρων εχθρικών κρατών να παραχωρήσουν ελεύθερη διέλευση στα πλοία που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια.

 

 

Αφού ξεκαθαρίστηκε ότι ούτε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός ούτε η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα συμμετείχε άμεσα στην επιχείρηση, το τμήμα υποθέσεων εγγύς ανατολής υιοθέτησε την πρόταση Σκούρα και την μετέφερε στον υφυπουργό εξωτερικών Σάμνερ Ουέλς. Το σχέδια της ΕΒΕΕ υποστηρίχθηκαν τόσο για ανθρωπιστικούς, όσο και για πολιτικούς λόγους. Οι υπεύθυνοι για την συλλογή πληροφοριών της ως άνω διπλωματικής υπηρεσίας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κρίση πείνας ήταν πιο έντονα έκδηλη στην Ελλάδα απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη και ότι σύμφωνα με την κοινή γνώμη, η Βρετανία και δευτερευόντως οι ΗΠΑ είχαν ξεκάθαρη ευθύνη να σώσουν μια χώρα του δημοκρατικού στρατοπέδου από την απειλή του λιμού. Επιπλέον, το τμήμα υποθέσεων εγγύς ανατολής εκτιμούσε ότι η μη αποστολή βοήθειας προς την Ελλάδα θα δημιουργούσε την εντύπωση στην τουρκική κυβέρνηση ότι οι Σύμμαχοι είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα μόλις η Αθήνα έπαυσε να εξυπηρετεί τα σχέδιά τους. Συνεπώς, οι διπλωματικοί αναλυτές φοβούντο ότι η Άγκυρα δεν θα προσέφερε καμία στήριξη στις προσπάθειες των Συμμάχων όσο η κρίση στην Ελλάδα αντιμετωπίζετο με αδιαφορία εκ μέρους της Βρετανίας.

Συνέχεια στο επόμενο τεύχος

 


 

Ο Αλέξανδρος Κ. Κύρου όταν έγραψε το άρθρο αυτό ήταν βοηθός καθηγητής Ιστορίας και διευθυντής του Τμήματος Σπουδών East European and Russian Studies στο Salem State College, Salem, Mass. και ερευνητής του Προγράμματος Κόκκαλη στο John F. Kennedy School of Government at Harvard University.

 

 

HOME PAGE

Related Posts

Comments are closed.